Καθηγητής Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Το ιατρικό πιστοποιητικό είναι η έγγραφη διαπίστωση μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος και χορηγείται από τον γιατρό απλώς με την αίτηση του ενδιαφερομένου. Σε κάθε περίπτωση η χορήγηση ενός τέτοιου εγγράφου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αφού πρόκειται περί επίσημης ιατρικής πράξης.
Στοιχεία απαραίτητα του ιατρικού πιστοποιητικού είναι και η αναγραφή των ονομάτων γιατρού και ενδιαφερομένου, ο σκοπός για τον οποίο εκδίδεται και η τήρηση του απορρήτου για κάθε στοιχείο το οποίο είναι προϊόν της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νέου Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) περί ιατρικών πιστοποιητικών και γνωματεύσεων:
- Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ιατρούς. Σε κάθε περίπτωση, τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά και οι εκδιδόμενες γνωματεύσεις αφορούν αποκλειστικά στο γνωστικό αντικείμενο της ειδικότητας κάθε ιατρού.
- Ο ιατρός οφείλει, όταν συντάσσει πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά ή γνωματεύσεις, να αναφέρει το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, καθώς και το όνομα του λήπτη του πιστοποιητικού.
- Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις εκδίδονται μετά από προηγούμενη γραπτή ή προφορική αίτηση του προσώπου στο οποίο αφορούν ή, κατ’ εξαίρεση, τρίτου προσώπου που έχει έννομο συμφέρον και το αποδεικνύει, καθώς και όταν αυτό ρητά προβλέπεται στο νόμο. Ειδικά τα ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούν στην παρούσα κατάσταση του ασθενούς προϋποθέτουν την προηγούμενη εξέταση του ασθενούς.
- Η έκδοση αναληθών ιατρικών πιστοποιητικών συνιστά πειθαρχικό και ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Ιδιώτες ιατροί που εκδίδουν ιατρικά πιστοποιητικά ή μετέχουν σε επιτροπές που τα εκδίδουν, θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια που έχει ο όρος στον Ποινικό Κώδικα.
- Τα πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά ή ιατρικές γνωματεύσεις παραδίδονται σε αυτόν που παραδεκτά το ζήτησε ή σε τρίτο πρόσωπο, που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τον αιτούντα.
Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ψευδούς πιστοποίησης ή βεβαίωσης, σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένων συστατικών στοιχείων.
Υποκείμενο της αδίκου πράξεως είναι ο γιατρός και μόνο. Για το γιατρό αυτό, ασχέτως της ειδικότητας που ασκεί, αν είναι ιδιώτης η ευθύνη του προσδιορίζεται από το άρθρο 221 ΠΚ, ενώ αν είναι υπάλληλος έχει εφαρμογή το άρθρο 242 ΠΚ.
Απαιτείται υποχρεωτικώς να υπάρχει, εκ μέρους του γιατρού, δεδομένος δόλος, πρόθεση δηλαδή για το αναληθές της διαπιστώσεώς του. Το αναληθές της ιατρικής διαπιστώσεως πρέπει να αφορά γεγονός ιατρικής φύσεως, σ’ οποιοδήποτε σημείο του πιστοποιητικού. Δεν αποτελεί όμως ψευδή πιστοποίηση ο λανθασμένος προκαθορισμός του χρόνου νοσηλείας και ανικανότητας για εργασία ενός αρρώστου, αφού πρόκειται για καθαρή κρίση και όχι για πιστοποίηση γεγονότων.
Το αδίκημα της ψευδούς πιστοποιήσεως συντελείται με την έκδοση του πιστοποιητικού και την παράδοσή του στον ενδιαφερόμενο.
Ιδιαίτερος τύπος πιστοποιητικού το οποίο ανάγεται στην ιατρική αρμοδιότητα και εκδίδεται από το γιατρό μετά τη διαπίστωση του θανάτου ενός ατόμου είναι το πιστοποιητικό θανάτου.
Παρακάτω υπενθυμίζονται με συνοπτικό και πρακτικό τρόπο οι βασικές αρχές, καθώς επίσης και οι κανόνες δικαίου που έχει θεσπίσει η νομοθεσία σχετικά με τη χορήγηση ενός τόσο σημαντικού ιατρικού εγγράφου.
Σύμφωνα με το ν. 344/911/6/76 «περί ληξιαρχικών πράξεων θανάτου», αρμόδιος και υπόχρεος για την έκδοση πιστοποιητικού θανάτου είναι μόνο ο γιατρός εκείνος που νοσήλευσε το άτομο για τη θανατηφόρα νόσο. Δηλαδή, η υποχρέωση χορήγησης του πιστοποιητικού περιορίζεται στις περιπτώσεις θανάτων από παθολογικά αίτια και υπό την προϋπόθεση ότι ο θεράπων γιατρός γνωρίζει την τελική πορεία του αρρώστου προς το αναπόφευκτο. Αντίθετα, η υποχρέωση πιστοποίησης του θανάτου αίρεται στις εξής περιπτώσεις:
όταν ο θεράπων ή ο οποιοσδήποτε άλλος γιατρός που θα κληθεί για παροχή βοήθειας προς τον άρρωστο για πρώτη φορά, αντιμετωπίζει διαγνωστικό πρόβλημα ή διατηρεί επιφυλάξεις ως προς την πραγματική αιτία θανάτου.
όταν ο θάνατος επέρχεται απρόβλεπτα και οφείλεται σε μια μη εμφανή παθολογική αιτία, οργανικής ή λειτουργικής φύσης (αιφνίδιος θάνατος).
όταν ο θάνατος επέρχεται κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο, από την επίδραση στον οργανισμό, ενός εξωτερικού παράγοντα (βίαιος θάνατος).
Στις περιπτώσεις αυτές, θα χρειαστεί στη συνέχεια ιατροδικαστικός έλεγχος μετά από εντολή των αρμοδίων Αρχών.
Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η άρνηση μετάβασης του γιατρού στο μέρος που τον καλούν για να πιστοποιήσει το θάνατο ενός ατόμου ή η αναιτιολόγητη άρνηση χορήγησης πιστοποιητικού θανάτου μπορεί να επισύρει σε βάρος του κυρώσεις αστικής και ποινικής φύσης. Αντιστοίχως ανάλογη όμως είναι και η ποινική ευθύνη του εκδώσαντος το πιστοποιητικό θανάτου σε περίπτωση υπαίτιας ανακριβούς συμπλήρωσής του, κατά το άρθρο 242 του ΠΚ που συνεπάγεται βαρύτατες κυρώσεις.
Είναι αυτονόητο ότι ο γιατρός οφείλει να πιστοποιεί ότι παρατήρησε εξ ιδίας προσωπικής εξετάσεως και όχι να υιοθετεί δηλώσεις των οικείων του θανόντος χωρίς προηγουμένως να προβαίνει στην εξακρίβωση τους.
Αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης του πιστοποιητικού θανάτου και πιο συγκεκριμένα της παραγράφου που αναφέρεται στην αιτία θανάτου πρέπει να αναφερθεί ότι:
το μέρος (Ι) που αποτελείται από 3 στίχους, περιλαμβάνει την αναγραφή :
(α) της άμεσης αιτίας,
(β) της ενδιάμεσης αιτίας και
(γ) της αρχικής αιτίας, εφόσον δεν συμπίπτει με την άμεση αιτία.
το μέρος (ΙΙ) περιλαμβάνει την αναγραφή άλλων σημαντικών παθολογικών καταστάσεων που με τη δυσμενή τους επίδραση, πάνω στην εξέλιξη της αρχικής νόσου, συνέβαλαν στο να επέλθει ο θάνατος.
Δεν θεωρούνται ως αιτίες θανάτου, συμπτώματα και προθανάτιες κλινικές εκδηλώσεις (καρδιακή ανακοπή, πολυοργανική ανεπάρκεια, κοιλιακή μαρμαρυγή, καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια κλπ).
Η αναγραφή τέτοιων μηχανισμών δεν εξυπηρετεί κανένα χρήσιμο σκοπό, αφού δεν παρέχουν επαρκή πληροφόρηση για την πραγματική υποκείμενη αιτία θανάτου. Αν δηλωθεί ως αιτία θανάτου η ανεπάρκεια λει-τουγίας κάποιου οργάνου (καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια, κλπ) πρέπει πάντοτε να αναφέρεται και η αιτιολογία της.
Η κάθε νοσηρή κατάσταση πρέπει να δηλώνεται με ακρίβεια όσον αφορά την εντόπιση, την αιτιολογία, τη διάρκεια και τις εκδηλώσεις της, ώστε να μπορεί να γίνει ορθή και ακριβής κωδικοποίηση από τον αρμόδιο φορέα για σκοπούς στατιστικής.
Η αξιοπιστία και διαχρονική συνέπεια των στατιστικών θνησιμότητας βασίζονται κυρίως στην ποιότητα των δεδομένων που παρέχουν οι πιστοποιούντες ιατροί. Η παραγωγή ποιοτικών στατιστικών είναι δυνατή μόνο όταν οι επιστήμονες που εμπλέκονται στην πιστοποίηση των αιτιών θανάτου παρέχουν ακριβείς και πλήρεις διαγνώσεις, ακριβείς περιγραφές των περιστάσεων των εξωτερικών αιτιών και λογικές ακολουθίες των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατο.
Μερικές φορές, παρά τη διενέργεια ενδελεχούς νεκροτομικού ελέγχου και εργαστηριακών εξετάσεων (ιστολογικών, τοξικολογικών, κλπ.), η αιτία θανάτου παραμένει άγνωστη. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο γιατρός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να δηλώσει ότι η αιτία θανάτου «δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί».