Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2014 03:00

Ιατρική Πιστοποιήση του Βουγιουκλάκη Θεόδωρου

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(6 ψήφοι)
Καθηγητής Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
 
Το ιατρικό πιστοποιητικό είναι η έγγραφη διαπίστωση μιας κατά­στα­σης ή ενός γεγο­νότος και χορηγείται από τον γιατρό απλώς με την αί­τηση του ενδιαφερομένου. Σε κάθε περίπτωση η χορή­γηση ενός τέτοιου εγγράφου απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, αφού πρόκειται περί επίσημης ιατρικής πράξης.
 
Στοιχεία απαραίτητα του ιατρικού πιστοποιητικού είναι και η ανα­γραφή των ονομάτων γιατρού και ενδιαφερομένου, ο σκοπός για τον οποίο εκδίδεται και η τήρηση του απορρήτου για κάθε στοι­χείο το οποίο είναι προϊόν της επαγγελματικής του δραστη­ριότη­τας. 
 
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νέου Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) περί ιατρικών πιστοποιητικών και γνωμα­τεύσεων:
 
- Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, καθώς και οι ιατρικές συνταγές που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύ­πους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρ­χών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδί­δονται από ιατρούς που υπηρετούν σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. ή ιδιώτες ια­τρούς. Σε κάθε περίπτωση, τα εκδιδόμενα πιστοποιητικά και οι εκδιδό­μενες γνωματεύσεις αφο­ρούν αποκλειστικά στο γνωστικό αντικείμενο της ει­δικότητας κάθε ιατρού.
 
- Ο ιατρός οφείλει, όταν συντάσσει πάσης φύσεως ιατρικά πι­στοποι­ητικά ή γνωματεύσεις, να αναφέρει το σκοπό για τον οποίο προορίζο­νται, καθώς και το όνομα του λήπτη του πιστο­ποιητικού.
 
- Τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις εκδίδο­νται μετά από προηγούμενη γραπτή ή προφορική αίτηση του προσώπου στο οποίο αφορούν ή, κατ’ εξαίρεση, τρίτου προσώ­που που έχει έννο­μο συμφέρον και το αποδεικνύει, καθώς και όταν αυτό ρητά προβλέ­πεται στο νόμο. Ειδικά τα ιατρικά πιστο­ποιητικά που αφο­ρούν στην παρούσα κατάσταση του ασθενούς προϋποθέτουν την προηγούμενη εξέ­ταση του ασθενούς.
 
- Η έκδοση αναληθών ιατρικών πιστοποιητικών συνιστά πειθαρχι­κό και ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τις κείμενες δια­τάξεις. Ιδιώ­τες ια­τροί που εκδίδουν ιατρικά πιστοποιητικά ή μετέχουν σε επιτροπές που τα εκδίδουν, θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια που έχει ο όρος στον Ποινικό Κώδικα.
 
- Τα πάσης φύσεως ιατρικά πιστοποιητικά ή ιατρικές γνωμα­τεύσεις παραδίδονται σε αυτόν που παραδεκτά το ζήτησε ή σε τρίτο πρόσω­πο, που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τον αιτού­ντα.
 
Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ψευδούς πιστοποίησης ή βεβαίω­σης, σε κάθε περίπτωση, προϋποθέτει την ύπαρξη ορι­σμένων συστατι­κών στοιχείων.
 
Υποκείμενο της αδίκου πράξεως είναι ο γιατρός και μόνο. Για το για­τρό αυτό, ασχέτως της ειδικότητας που ασκεί, αν είναι ιδιώτης η ευθύνη του προσδιορίζεται από το άρθρο 221 ΠΚ, ενώ αν εί­ναι υπάλληλος έχει εφαρμογή το άρθρο 242 ΠΚ.
 
Απαιτείται υποχρεωτικώς να υπάρχει, εκ μέρους του γιατρού, δεδομέ­νος δόλος, πρό­θεση δηλαδή για το αναληθές της διαπιστώ­σεώς του. Το αναληθές της ιατρικής δια­πιστώσεως πρέπει να αφορά γεγονός ιατρι­κής φύσεως, σ’ οποιοδήποτε σημείο του πι­στοποιητικού. Δεν αποτελεί όμως ψευδή πιστοποίηση ο λανθασμένος προκαθορι­σμός του χρόνου νοσηλείας και ανικανότητας για εργασία ενός αρρώστου, αφού πρόκει­ται για καθαρή κρίση και όχι για πιστοποίηση γεγονότων.
 
Το αδίκημα της ψευδούς πιστοποιήσεως συντελείται με την έκ­δοση του πιστοποιητι­κού και την παράδοσή του στον ενδιαφερόμενο.
 
Ιδιαίτερος τύπος πιστοποιητικού το οποίο ανά­γεται στην ιατρική αρμοδιότητα και εκδίδεται από το γιατρό μετά τη διαπίστωση του θανάτου ενός ατό­μου είναι το πιστοποιητικό θανάτου.
 
Παρακάτω υπενθυμίζονται με συνοπτικό και πρα­κτικό τρόπο οι βασικές αρχές, κα­θώς επίσης και οι κανόνες δικαίου που έχει θεσπίσει η νομοθεσία σχετικά  με τη χο­ρήγη­ση ενός τόσο ση­μαντικού ιατρικού εγγράφου.
 
Σύμφωνα με το ν. 344/911/6/76 «περί ληξιαρχικών πράξεων θανάτου», αρμόδιος και υπόχρεος για την έκδοση πιστοποιητι­κού θανάτου είναι μόνο ο για­τρός εκείνος που νοσήλευσε το άτομο για τη θανατηφόρα νόσο. Δηλαδή, η υποχρέωση χορήγησης του πιστοποιη­τικού περιορίζεται στις περιπτώσεις θανάτων από παθολογικά αίτια και υπό την προϋπόθεση ότι ο θεράπων για­τρός γνωρίζει την τελική πορεία του αρ­ρώ­στου προς το αναπόφευκτο. Αντίθετα, η υποχρέωση πιστοποίησης του θανά­του αίρε­ται στις εξής περιπτώσεις:
 
όταν ο θεράπων ή ο οποιοσδήποτε άλλος γιατρός που θα κλη­θεί για παροχή βο­ή­θειας προς τον άρρωστο για πρώτη φορά, αντιμετωπίζει δια­γνωστικό πρόβλημα ή διατηρεί επιφυλάξεις ως προς την πραγμα­τική αιτία θανάτου.
 
όταν ο θάνατος επέρχεται απρόβλεπτα και οφείλεται σε μια μη εμ­φα­νή παθολογική  αιτία, οργανικής ή λειτουργικής  φύσης (αιφνίδιος θάνα­τος).
 
όταν ο θάνατος επέρχεται κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο, από την επί­δραση στον ορ­γα­νισμό, ενός εξωτερικού παράγοντα (βί­αιος θάνατος).
 
Στις περιπτώσεις αυτές, θα χρειαστεί στη συνέχεια ιατροδικαστι­κός έλεγχος μετά από εντολή των αρμοδίων  Αρχών.
 
Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η άρνηση μετάβασης του γιατρού στο μέρος που τον καλούν για να πιστοποιήσει το θάνατο ενός ατό­μου ή η αναιτιολόγητη άρνηση χορή­γησης πιστοποιητικού θανάτου μπορεί να επι­σύρει σε βάρος του κυρώσεις αστικής και ποινικής φύ­σης. Αντιστοί­χως ανάλογη όμως είναι και η ποινική ευθύνη του εκ­δώσαντος το πι­στοποιη­τικό θανάτου σε περίπτω­ση υπαίτιας ανακρι­βούς συμπλήρω­σής του, κατά το άρθρο 242 του ΠΚ που συνεπάγε­ται βαρύτατες κυρώσεις.
 
Είναι αυτονόητο ότι ο γιατρός οφείλει να πιστοποιεί ότι παρατή­ρησε εξ ιδίας προσω­πικής εξετάσεως και όχι να υιοθετεί δηλώσεις των οι­κείων του θανόντος χωρίς προηγουμένως να προβαί­νει στην εξακρίβωση τους.
 
Αναφορικά με τον τρόπο σύνταξης του πιστοποιητικού θανάτου και πιο συγκεκριμένα της παραγράφου που αναφέρεται στην αιτία θα­νάτου πρέ­πει να αναφερθεί ότι:
 
 το μέρος (Ι)  που αποτελείται από 3 στίχους, περιλαμβάνει την αναγραφή :
 
(α) της άμεσης αιτίας,
 
(β) της ενδιάμεσης αιτίας και
 
(γ) της αρχικής αιτίας, εφόσον δεν συμπίπτει με την άμεση αιτία.
 
 το μέρος (ΙΙ) περιλαμβάνει την αναγραφή άλλων σημαντικών παθολο­γικών καταστά­σεων που με τη δυσμενή τους επίδραση, πάνω στην εξέ­λιξη της αρχικής νόσου, συ­νέβα­λαν στο να επέλ­θει ο θάνατος.
 
Δεν θεωρούνται ως αιτίες θανάτου, συμπτώματα και προθανά­τιες κλινικές εκδηλώ­σεις (καρδιακή ανακοπή, πολυοργανική ανεπάρκεια, κοιλιακή μαρμαρυγή, καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια κλπ).
 
 Η αναγραφή τέτοιων μηχανισμών δεν εξυπηρετεί κα­νένα χρήσιμο σκοπό, αφού δεν παρέχουν επαρκή πληροφόρηση για την πραγματι­κή υποκείμενη αιτία θανάτου. Αν δηλωθεί ως αιτία θανάτου η ανεπάρκεια λει-τουγίας κάποιου οργάνου (καρδιακή ανεπάρκεια, ηπα­τική ανεπάρκεια, κλπ)  πρέπει πά­ντοτε να αναφέρεται και η αιτιολο­γία της.
 
Η κάθε νοσηρή κατάσταση πρέπει να δηλώνεται με ακρίβεια όσον αφορά  την εντόπιση, την αιτιολο­γία, τη διάρκεια και τις εκδη­λώσεις της, ώστε να μπορεί να γίνει ορθή και ακριβής κωδικοποίηση από τον αρμόδιο φορέα για σκοπούς στατιστικής.
 
Η αξιοπιστία και διαχρονική συνέπεια των στατιστικών θνησιμότητας βασίζονται κυ­ρίως στην ποιότητα των δεδομένων που παρέχουν οι πιστοποιούντες ιατροί. Η παραγω­γή ποιοτικών στατιστικών είναι δυνατή μόνο όταν οι επιστήμονες που εμπλέκο­νται στην πιστοποίηση των αιτιών θανά­του παρέ­χουν ακριβείς και πλήρεις διαγνώσεις, ακριβείς περιγραφές των περιστάσεων των εξωτερικών αιτιών και λογικές ακο­λουθίες των γεγονότων που οδήγησαν στο θάνατο.
 
Μερικές φορές, παρά τη διενέργεια ενδελεχούς νεκροτομικού ελέγχου και εργαστη­ριακών εξετάσεων (ιστολογικών, τοξικολογι­κών, κλπ.), η αιτία θανάτου παραμένει άγνωστη. Σε μια τέτοια πε­ρίπτωση, ο γιατρός δεν έχει άλλη επιλογή παρά να δηλώσει ότι η αιτία θανάτου «δεν ήταν δυνατό να καθο­ριστεί».
 
 
 
 
Διαβάστηκε 20898 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 03 Νοεμβρίου 2014 22:39