Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Σάββατο, 16 Μαΐου 2015 22:01

Κνίδωση και Ιντερλευκίνες (Ιορδάνης Παπαδόπουλος)

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Ιορδάνης Παπαδόπουλος

Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος

Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Δ.Π.Θ.

 

URTICARIA AND INTERLEUKINS

Urticaria is a skin disease that affects approximately 5% of the general population and manifests itself not only as an acute but also as a chronic form. The etiology of the disease varies as well as its clinical manifestations which extend from the presence of urticaric hives to the potentially mortal angioedema.

There is a great interest to the disease not only due to its special clinical manifestation but also due to its pathogenic mechanism. New data in the medical bibliography support the participation of interleukins in the pathophysiology of urticaria. Interleukins are proteins that are produced in a great number of diseases such as lymphomas, parasitic infections, glomerulonephritis, liver and skin diseases e.g. psoriasis, pemphigoid etc.The existing studies refer to an isolated number of specific cytokines, a small amount of sample or isolated case reports. The specific study uses a bigger amount of cases compared to the reports which have been published so far.

Besides it refers to four interleukins IL-4, IL-6, IL-8, IL-10 simultaneously and their quantitative changes during the acute phase of urticaria as well as two weeks after drug administration. AllmeasurementshavebeendonebytheELISAmethod.Finally it was studied the possible correlation of the measurements to the personal and family history of the patients.

The results present an increase in the blood level of all four interleukins during the acute phase and a return to the normal level after two weeks. Higher concentrations in pg/ml are recorded by the IL-6while IL-8 levels present a slower decrease to normal levels. It was also recorded a tendency to increased concentrations of specific interleukins in patients with positive personal and family history. It is suggested by the present study that there is a correlation between the history of affected persons with the blood concentrations of the interleukins. The determination of the exact mechanism of this result is due to further investigation and study.

 

Ιστορική αναδρομή1

Η λέξη κνίδωση προέρχεται ετυμολογικά από την κνίδη (τσουκνίδα). Στα λατινικά η κνίδη ονομάζεται URTICA και η κνίδωση (URTICARIA). Χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Ιπποκράτη, ο οποίος τη συσχέτισε και με γαστρεντερολογικές διαταραχές. Ο ίδιος όρος (knidosis) υιοθετήθηκε στη νεώτερη ιστορία της ιατρικής από το Γάλλο γιατρό Jean-Louis Alibert το 1833. Εάν και σήμερα έχει επικρατήσει διεθνώς ο όρος urticaria, οι Αγγλοσάξονες χρησιμοποιούν και τον όρο nettle rash (εξάνθημα από τσουκνίδα) και οι Αμερικανοί τον όρο hives (πομφοί). Το 10ο αιώνα ο Ali Ibu Al-Abba ονόμαζε τη κνίδωση essera, που σημαίνει στα Περσικά έπαρμα, «ανύψωση του δέρματος» και ο όρος αυτός διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες στον Αραβικό αλλά και Ευρωπαϊκό χώρο την εποχή που η Δυτική Ιατρική βρισκόταν σε στασιμότητα.

Η πρώτη περιγραφή για την κνίδωση εκ ψύχους έγινε το 1792 από τον Frank.

Η πρώτη περιγραφή για την ηλιακή κνίδωση  έγινε το 1799 από τον Borsch (αν και αρχικά πιστευόταν ότι μπορεί να φταίει και το φως των κεριών και πέρασε σχεδόν ένας αιώνας που ο Veiel απέδειξε ότι αίτιο είναι μόνο το ηλιακό φως).

Ηχολινεργικήκνίδωσητο1924 περιγράφηκεστηνJAMA (Journal of the American Medical Association) απότονDuke.

 

Γενικά στοιχεία2,3

Η κνίδωση είναι μια δερματολογική παθολογική οντότητα με πολλές διαφορετικές κλινικές εκφάνσεις. Αποτελεί μια πάθηση του δέρματος με την οποία έρχονται αντιμέτωποι όχι μόνο οι Δερματολόγοι αλλά και αρκετές άλλες ειδικότητες στις οποίες συγκαταλέγονται οι παθολόγοι, οι αλλεργιολόγοι, οι γενικοί ιατροί, οι παιδίατροι, οι ρευματολόγοι κ.α. Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από μικρής χρονικής διάρκειας οιδήματα σε διάφορα σημεία του δέρματος που οφείλονται στην διαφυγή του πλάσματος.

Ο όρος κνίδωση χρησιμοποιείται για την απόδοση κλινικών μορφών με μεγάλη ποικιλομορφία που αφορούν την παρουσία οιδηματωδών επαρμάτων του δέρματος μέχρι και την πιο θορυβώδη μορφή που είναι το αγγειοοίδημα. Σε αρκετές κλινικές περιπτώσεις υπάρχει συνύπαρξη των δύο κλινικών μορφών. Το αγγειοοίδημα που οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας του αναστολέα της C1 εστεράσης δείχνει να παρουσιάζει μια διαφορετικότητα ως προς την κλινική του εκδήλωση καθώς και στην ανταπόκριση του ως προς την θεραπευτική προσέγγιση. 

Οι πομφοί (weals, nettlerash) αποτελούν την περιγραφή ενός παροδικού καλά περιγεγραμμένου ερυθηματώδους οιδήματος του δέρματος που συχνά συνοδεύεται από έντονο κνησμό (εικόνες 1 και 2).

 

Το αγγειοοίδημα (angioneurotic oedema, Quinkcke’soedema) είναι μια οιδηματώδης μορφή που αφορά το υπόδερμα και τους υποβλεννογόνιους ιστούς. Συνήθως είναι επώδυνο παρά κνησμώδες, ασαφούς έκτασης και χρώματος ωχρού ή στο χρώμα του δέρματος. Η αναφυλαξία είναι μια επείγουσα κατάσταση όπου υπάρχει εμπλοκή της ανοσοσφαιρίνης Ε (IgE) ως απάντηση σε αλλεργική αντίδραση. Αφορά συνδυασμό κλινικών ευρημάτων που περιλαμβάνουν ερύθημα, κνησμό, κνίδωση και αγγειοοίδημα, υπόταση και δυσκολία στην αναπνοή. Υπάρχουν πολλές κλινικές εικόνες που δεν έχουν αλλεργική αιτιολογία και χαρακτηρίζονται σαν αναφυλακτοειδής αντίδραση.   

 

Εικόνα 1. Κνιδωτικοί πομφοί

 

Εικόνα 2. Κνιδωτικά στοιχεία

 

Συσχετισμοί4,5,6

Έχουν αναφερθεί συσχετισμοί ανάμεσα στην χρόνια ιδιοπαθή κνίδωση και στην αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια, καθώς και σε άλλες αυτοάνοσες νόσους. Παλαιότερες μελέτες ανέφεραν πως  η χρόνια ιδιοπαθής κνίδωση συσχετιζόταν με χρόνιες φλεγμονές, ιδιαιτέρως των δοντιών και με χρόνιες μυκητιασικής αιτιολογίας φλεγμονές του εντέρου. Οι πεποιθήσεις αυτές έχουν σταδιακά εγκαταλειφθεί.  Υπάρχουν μελέτες που αναφέρουν συσχέτιση της χρόνιας ιδιοπαθούς κνίδωσης με την λοίμωξη από το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, όπου αυτή η σχέση αποδείχθηκε έπειτα από θεραπεία εκρίζωσης αυτού. Επίσης υπάρχουν ανέκδοτες αναφορές για συνύπαρξη κνίδωσης με συστηματικές κακοήθειες, όπου σε μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί.

 

Ιντερλευκίνες7,8,9,10

Το όνομα ιντερλευκίνη που σημαίνει «μεταξύ των λευκοκυττάρων» είναι παραπλανητικό, διότι τα µόρια αυτά συντίθενται τόσο από τα λευκοκύτταρα, όσο και από µη λευκοκυτταρικά κύτταρα. Επιπλέον οι επιδράσεις τους δεν περιορίζονται µόνο στα λευκοκύτταρα αλλά εκδηλώνονται σχεδόν σε κάθε ιστό. Τελικά ο όρος ιντερλευκίνη χρησιμοποιείται σήμερα για να τονίσει τις πηγές παραγωγής και τις επιδράσεις των µορίων αυτών, που περιλαμβάνουν αρκετά και διαφορετικά κύτταρα.

Οι κυτταροκίνες (cytokines) είναι μικρού μοριακού βάρους διαλυτές πρωτεΐνες ή πολυπεπτίδια που δρουν σαν χυμικοί ρυθμιστές και μπορούν να αλλάξουν την συμπεριφορά του ίδιου του κυττάρου που τις εκκρίνει, καθώς και άλλων κυττάρων ή ιστών. Ουσιαστική λειτουργία των κυτταροκινών είναι ο συντονισμός της λειτουργίας πολλών διαφορετικών κυττάρων του δέρματος. Κάθε κύτταρο πρέπει να εκτελέσει μια καθορισμένη δράση σε ορισμένο χρόνο. Οι κυτοκίνες μεταφέρουν στα κύτταρα τις σωστές πληροφορίες και ενεργοποιούν την παραγωγή των αναγεννητικών κυττάρων του δέρματος και των δομικών πρωτεϊνών όπως είναι οι ινοβλάστες, τα κερατινοκύτταρα, η ελαστίνη το κολλαγόνο και το υαλουρονικό οξύ. Πολλές κυτταροκίνες μπορεί να παράγονται από διάφορα κύτταρα, παρά το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος τύπος κυττάρου μπορεί να αποτελεί την κυριότερη πηγή, όπως είναι τα μονοκύτταρα μακροφάγα και τα Τ-λεμφοκύτταρα, ειδικότερα τα βοηθητικά Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία αποτελούν τις κύριες κατηγορίες κυττάρων που παράγουν κυτταροκίνες. Έτσι ο γενικός όρος κυτταροκίνες έχει καθιερωθεί για τις λεμφοκίνες (lemphokines) που εκκρίνονται από τα λεμφοκύτταρα, τις μονοκίνες (monokines) που προέρχονται από τα μονοκύτταρα, τις ιντερλευκίνες (interleukins) που συμβάλουν στην επικοινωνία μεταξύ των λευκοκυττάρων, τις ιντερφερόνες ( interferons), και διάφορους αυξητικούς παράγοντες (growthfactors).

 

Προϋπάρχουσα γνώση και εμπειρία

Η ακριβής γνώση της παθοφυσιολογίας της κνιδώσεως δεν έχει εμπεριστατωμένα καταγραφθεί. Οι αναφορές που υπάρχουν στον Ελλαδικό χώρο για την δράση των Ιντερλευκινών στον μηχανισμό της κνιδώσεως είναι ελάχιστες. Παγκοσμίως υπάρχει περιορισμένος αριθμός μελετών που προσδιορίζει τις δράσεις των συγκεκριμένων κυτταροκινών. Οι μελέτες αυτές σκοπό είχαν τον προσδιορισμό των ιντερλευκινών σε σχέση με την δράση τους ως προς το λεμφοκυτταρικό σύστημα. Κύριο κίνητρο των προαναφερθέντων μελετών είναι η ένταξη της γνώσης του τρόπου δράσης των Ιντερλευκινών στην θεραπευτική αντιμετώπιση καρκινικών αιματολογικών καταστάσεων (όπως το Πολλαπλό Μυέλωμα). Μικρό μόνο τμήμα των ερευνών έχει επικεντρωθεί στην σύνδεση των δράσεων της Ιντερλευκίνης σε σχέση με την κνίδωση, χωρίς όμως να έχουν αποδοθεί σαφείς ρόλοι ως προς αυτήν. Άλλωστε η κνίδωση είναι μία πάθηση που αφορά έως και το 23,6% του γενικού πληθυσμού.

 

Υλικό και μέθοδοι

Η συγκεκριμένη μελέτη έχει επιλέξει ασθενείς με κλινική συμπτωματολογία της κνιδώσεως είτε οξείας είτε χρόνιας μορφής αυτής αδιακρίτως ηλικίας και φύλου. Δεν υπάρχει διαχωρισμός των ασθενών βάσει της αιτιολογίας της κνιδώσεως τους. Ανεξάρτητα δηλαδή αν πρόκειται για κάποια ανοσολογικού τύπου κνίδωση όπως με την μεσολάβηση της IgE όπως αναφέρεται στην πρόκληση από φάρμακα(πενικιλίνη),είτε για κνίδωση χολινεργικού τύπου, είτε ακόμα στις περιπτώσεις εκείνες που συνδέονται με αυτοάνοση νόσο του αγγειακού/συνδετικού ιστού. Κριτήριο αποκλεισμού ασθενών  αποτέλεσε η προηγούμενη λήψη θεραπείας. Η χρήση αντιϊσταμινικών έχει σταματήσει το λιγότερο 48 ώρες πριν. Επίσης η συστηματική χρήση κορτικοστεροειδών  έχει διακοπεί τουλάχιστον μία εβδομάδα πρωτύτερα.

Εν συνεχεία στους ασθενείς που επιλέχτηκαν με τα προαναφερθέντα κριτήρια έγινε αιμοληψία και κρατήθηκε ορός για φυγοκέντριση. Έπειτα έγινε συλλογή των δειγμάτων και αποθηκεύτηκαν σε θερμοκρασία της τάξεως των -80 βαθμών Κελσίου. Η μελέτη επικεντώθηκε στον προσδιορισμό των Ιντερλευκινών IL-4, IL6,IL-8, και IL-10 καθώς οι συγκεκριμένοι τύποι λόγω του τόπου παραγωγής τους και του τρόπου δράσεως τους φέρεται να συμμετέχουν στην παθοφυσιολογία της κνιδώσεως. Κύρια μέθοδος προσδιορισμού των επιλεγέντων Ιντερλευκινών αποτέλεσε η ELISA. Η μέθοδος αυτή παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία καθώς ανιχνεύει ποσά μέχρι και 10ng/L. Επίσης αξιολογήθηκαν συγκριτικά τα επίπεδα των Ιντερλευκινών σε χρονική φάση όπου το εξάνθημα  έχει αποδράμει και ο ασθενής δεν είναι υπό θεραπεία .

 

Προσδοκώμενα οφέλη11

Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει έναν μεγαλύτερο αριθμό περιστατικών σε σχέση με το τι έχει γίνει έως σήμερα. Επίσης μελετώνται ταυτόχρονα τέσσερις Ιντερλευκίνες η IL-4, IL-6, IL-8, IL-10 και οι ποσοτικές μεταβολές αυτών κατά την διάρκεια της οξείας φάσης της κνίδωσης και δύο εβδομάδες μετά την χορήγηση θεραπείας. Παράλληλα έγινε συσχετισμός των μετρήσεων με τα ατομικά και οικογενειακά αναμνηστικά των ασθενών. Οι μετρήσεις έδειξαν μια αυξημένη απάντηση και από τις τέσσερις Ιντερλευκίνες στην οξεία φάση, η οποία αντίδραση επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα των μαρτύρων έπειτα από δύο εβδομάδες. Υψηλότερη συγκέντρωση σε pg/ml καταγράφει η IL-6 και βραδύτερο ρυθμό επαναφοράς στα φυσιολογικά επίπεδα παρουσιάζει η IL-8. Ακόμα παρατηρήθηκε μια τάση για αυξημένες συγκεντρώσεις των συγκεκριμένων Ιντερλευκινών στους ασθενείς που βάσει του ιστορικού τους παρουσίαζαν θετικό ατομικό και οικογενειακό αναμνηστικό σε σχέση με τους υπόλοιπους ασθενείς.

Προφανώς υπάρχει κάποια συσχέτιση του ιστορικού των πασχόντων με τις συγκεντρώσεις των Ιντερλευκινών αλλά είναι δύσκολο επί του παρόντος να προσδιοριστεί ο ακριβής μηχανισμός αυτού του ευρήματος. 

 

Βιβλιογραφία

1. Δημήτριος Παπαϊωάννου Αλλεργιολόγος

    http://www.allergy.org.gr/patients_info/knidosi.asp

2.  Rook’sTextbookofDermatology, VolumeThree, Seventhedition, 2004 by

     BlackwellScienceLtd. Chapter47 Urticaria and Mastocytosis page 47.1- 47.28

3. Ferrer M. Epidemiology, healthcare, resources, use and clinical features of different types of urticaria. Alergológica 2005.

     Department of Allergology and Clinical Immunology, Clinica Universidad  de Navarra, Pamplona, Spain.

4. Franco-Paredes CFilariasis caused by Loa loa is also a cause of angioedema.Am J Med.2008 Oct;121(10):e29.

5. J Coll Serum antithyroid antibodies in female patients with chronic urticaria. Physicians Surg Pak.2008 Aug;18(8):498-501.

6. Yadav MK, Rishi JP, Nijawan S.Indian J Med Sci.Chronic urticaria and Helicobacter pylori.2008 Apr;62(4):157-62. Department of Medicine, SMS Medical College, Jaipur, India.    

7. Βιοχημεία, Αντώνη Τρακατέλλη τόμος Β’ μέρος 1ο, Θεσσαλονίκη 1992

8. Αιματολογία, Αριστομένη Φερτάκη, Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδη, 1995

9.  Βελεγράκη Αριστέα Επίκουρη Καθηγήτρια Μικροβιολογίας, Εργαστήριο Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών Κυτταροκίνες, Ασκληπιακό πάρκο Ιατρικής σχολής Αθηνών http://panacea.med.uoa.gr/topic.aspx

10.  Βασιλακόπουλος Θεόδωρος Πνευμονολόγος Αναπληρωτής Καθηγητής Νοσοκομείο <<Ευαγγελισμός>>, Πνεύμων τεύχος 2ο τόμος 20ος ,Απρίλιος – Ιούνιος 2007

11. Papadopoulos JKarpouzis ATentes JKouskoukis C.Assessment of Interleukins IL-4, IL-6, IL-8, IL-10 in Acute Urticaria J Clin Med Res. 2014 Apr;6(2):133-7. 

 

Διαβάστηκε 7539 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 16 Μαΐου 2015 22:12